- ἰωγή
- ἰωγή (ξ 533)See also: s. ἐπιωγαί.Page in Frisk: 1,747
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… … Dictionary of Greek
ἰωγῇ — ἰωγή shelter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγή — shelter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγαῖς — ἰωγή shelter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγῆς — ἰωγή shelter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγήν — ἰωγή shelter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπιωγαί — αἱ, Α [ἰωγή] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπαγωγαί, ὑποδρομαὶ τῆς πέτρας διὰ σκέπην, σκεπηνὰ μέρη» … Dictionary of Greek